- εισφορά
- η1. συμβολή σε δαπάνη ή σε κάποιο έργο.2. χρήμα ή είδος που δίνεται ως συνεισφορά, ρεφενές.3. μορφή φορολογικής επιβάρυνσης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εἰσφορά — εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc/acc dual εἰσφορά̱ , εἰσφορά carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾷ — εἰσφορά carrying fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… … Dictionary of Greek
εἰσφοράν — εἰσφορά̱ν , εἰσφορά carrying fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοράς — εἰσφορά̱ς , εἰσφορά carrying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖν — εἰσφορά carrying fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραῖς — εἰσφορά carrying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφοραί — εἰσφορά carrying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορᾶς — εἰσφορά carrying fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσφορῶν — εἰσφορά carrying fem gen pl εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) εἰσφορέω pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)